Παραδοσιακές Τέχνες

← Πίσω

Παραδοσιακές Τέχνες

ΣΚΑΦΑΣ (και κατασκευαστής βουπποσάνιδων)

Ο Μουτουλλάς ήταν το μόνο χωριό της Κύπρου στο οποίο κατασκευάζονταν σκάφες και βουπποσάνιδα. Δεν μπορέσαμε να βρούμε εξήγηση γι΄ αυτή τη μοναδικότητα.
Με το επάγγελμα αυτό ασχολήθηκαν διαχρονικά πάρα πολλοί κάτοικοι του χωριού. Οι περισσότεροι προέρχονταν από τις οικογένειες Οικονόμου, Κάσινου, Κουντούρη, Ευγενίου, Λοϊζίδη, κ.ά.
Οι κυριότερες χρήσεις της σκάφης ήταν: ζύμωμα, πλύσιμο ρούχων, λούσιμο, κούνια, τοποθέτηση τροφής για ζώα (κυρίως χοίρων) κ.ά.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι σκαφάδες ήταν: κουνιά, χαρκόφτας, καταρράκτης (κοντός και μακρύς), ξινάρι, κουδούτσι, σκεπάρνι, ρουκάνι, ράσπα, μέτρο, μπάρα, σπάγγος.

Πορεία εργασίας:

1. Εξεύρεση και αγορά πεύκων: Αγόραζαν πεύκα από το Δασονομείο ή από ιδιώτες. «Καλό δέντρο» εθεωρείτο εκείνο που ήταν ίσιο, με λίγα και αραιά κλαδιά.

2. Κόψιμο: Το κόψιμο του πεύκου απαιτούσε αρκετή δεξιοτεχνία, ώστε να πέσει με ασφάλεια εκεί που ήθελαν και να μην προκαλέσει ζημιές.

3. Τεμαχισμός: Ολόκληρος ο κορμός κοβόταν σε τεμάχια (κουττούκια). Το μήκος των τεμαχίων είχε σχέση με το χόντρος. Έπρεπε, επίσης, να αποφεύγονται σημεία με κλάδους (μάλες).

4. Σχίσιμο κατά μήκος των τεμαχίων (κουττουκιών): Το σχίσιμο γινόταν από δύο άντρες με τον καταρράχτη. Τοποθετούσαν το «κουττούκι» σε κάποιο ύψωμα. Ο ένας τεχνίτης βρισκόταν στο πάνω και o άλλος στο κάτω μέρος. Η εργασία απαιτούσε αρκετή δεξιοτεχνία.

5. Το σκάψιμο της σκάφης: Πρώτα γινόταν το ίσιωμα και το τετραγώνισμα του μισού «κουττουκιού». Ακολουθούσε το χαλούπισμα (=αφαίρεση ξύλου από τις δύο στενές πλευρές αρχίζοντας από το ημισφαιρικό μέρος), και ύστερα το σκάψιμο του εσωτερικού της σκάφης, πρώτα με το ξινάρι κατά μήκος και έπειτα με το κουδούτσι κατά πλάτος.

Σημείωση: Οι παραπάνω εργασίες, μέχρι και τη δεκαετία του 1940, που δεν υπήρχαν αρκετοί δρόμοι στο δάσος και η χρήση των αυτοκινήτων ήταν περιορισμένη, γίνονταν στο μέρος που κόβονταν τα πεύκα. Οι σκαφάδες έμεναν στο δάσος 1 – 2 μήνες.

Στη συνέχεια οι ημιτελείς σκάφες, αφού αφήνονταν για 2 – 3 μέρες στον ήλιο, μεταφέρονταν με ζώα (αργότερα με αυτοκίνητα) στο χωριό και αποθηκεύονταν για 2 – 3 μήνες. Ο καθένας έπαιρνε το μερίδιο που του αναλογούσε και το αποθήκευε στο σπίτι του.

6. Το «νίψιμο» (τέλειωμα, ψιλοδουλειά): Κατά τη φάση αυτή ο σκαφάς αφαιρούσε και άλλο ξύλο, αν χρειαζόταν, και με το σκεπάρνι έστρωνε τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική επιφάνεια της σκάφης. Για πλήρη ομαλοποίηση της επιφάνειας της σκάφης χρησιμοποιούσαν το ρουκάνι και τη ράσπα.
Μετά και το «νίψιμο» οι σκάφες ήταν έτοιμες να μεταφερθούν στα πανηγύρια για πώληση. Δεν υπήρχε πανηγύρι της Κύπρου στο οποίο δεν πήγαιναν οι Μουτουλλιώτες σκαφάδες. Κάποτε μάλιστα μειοδοτούσαν και μεταξύ τους τις τιμές. Κάποιες χρονιές έκαναν «Σύνδεσμο Σκαφοποιών» και όλοι ωφελούνταν.

Σανίδες (βουπποσάνιδα): Οι σκαφάδες, εκτός από σκάφες έκαναν και σανίδες. Στην περίπτωση αυτή έσχιζαν με τον καταρράκτη έναν κορμό πεύκου μήκους 8-10 ποδών σε τεμάχια διαστάσεων μήκους 8-10 ποδών, πλάτους 10 ιντζών και πάχους 3 ιντζών.
Με ένα πιάτο σημάδευαν τους «βούππους» (τα βαθουλώματα) τους οποίους έσκαβαν με το κουδούτσι. Μια σανίδα είχε συνήθως 10-12 βούππους. Πολλές φορές σε σανίδες που προορίζονταν για μοναστήρια έκαναν διπλή σειρά από βούππους και μικρότερης διαμέτρου. Τις σανίδες αυτές χρησιμοποιούσαν τα μοναστήρια για να κάνουν τα μικρά «καλοηρίστικα» ψωμιά (τα ψουμούδκια, όπως τα έλεγαν.)
Οι σκαφάδες έκαναν, επίσης, αρτοσάνιδα (δκιαρτοσάνιδα), ξύλινα φτυάρια και θερνάτσια (για το ανέμισμα σπόρων) καθώς και μαρδάτζια (=ξύλο που το χρησιμοποιούσαν για να «ανοίξουν» ζυμάρι και να κάνουν πίττες, πουρέκια κ.ά.)

ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΟΣ (Σκαρπάρης, Τσαγγάρης)

Σε παλαιότερα χρόνια (αρχές του 19ου αιώνα) κανένας σχεδόν κάτοικος του χωριού δεν αγόραζε έτοιμα παπούτσια.
Όλοι κατέφευγαν στον ειδικό τεχνίτη, ο οποίος έπαιρνε μέτρα και τα κατασκεύαζε.
Ο τσαγγάρης κατασκεύαζε συνήθως ποδίνες και γενικά πιο χοντροκομμένα υποδήματα. Ο σκαρπάρης κατασκεύαζε υποδήματα που απαιτούσαν μεγαλύτερη τέχνη και προορίζονταν να φορεθούν τις Κυριακές και τις γιορτές.
Ο υποδηματοποιός είχε ένα «χανούτι» (μαγαζί), αλλά μπορούσε να εργάζεται και στο σπίτι του. Υπήρχαν φορές που πήγαινε ο τεχνίτης στο σπίτι του πελάτη και εργαζόταν εκεί. Στις περιπτώσεις αυτές ο τεχνίτης έκανε καινούρια υποδήματα ή επιδιορθώσεις σε διάφορα μέλη της οικογένειας.
Τα πιο χοντροκομμένα και ανθεκτικά υποδήματα ήταν οι τσαγγαροποδίνες, που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν «ίσιες» (δεν ξεχώριζε η δεξιά από την αριστερή) και στην πατούσα είχαν καρφωμένες «ρίζες», ειδικά ανθεκτικά καρφιά.
Τις περισσότερες φορές σε καθημερινής χρήσης υποδήματα (ανδρικά, γυναικεία, παιδικά) ο υποδηματοποιός, ύστερα από αίτημα του πελάτη, κάρφωνε στο κάτω μέρος των υποδημάτων βιδάτες (ειδικές πρόκες με μεγάλο κεφάλι). Στις περιπτώσεις πιο επίσημων υποδημάτων έμπαινε στις άκρες των υποδημάτων (μπρος-πίσω) μικρό πέταλο.
Τα υποδήματα επιδιορθώνονταν πολλές φορές μέχρι να αχρηστευθούν και να πεταχθούν.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που παιδιά και έφηβοι κυκλοφορούσαν ξυπόλυτοι όχι μόνο το καλοκαίρι (πού ήταν σχεδόν κανόνας) αλλά και το χειμώνα.
Τεχνίτες του Μουτουλλά, πήγαιναν για δουλειά και σε γειτονικά ή πιο μακρινά χωριά, αλλά και τεχνίτες από άλλα χωριά έρχονταν στο Μουτουλλά.
Από διάφορους καταλόγους του χωριού βρήκαμε και καταγράφουμε παρακάτω όσους ασχολήθηκαν με αυτό το επάγγελμα:

1898 Γεώργιος Ευγενίου
1898 Χριστόδουλος Ιωάννου
1907 Ιωάννης Λοϊζου
1912 Γεώργιος Λοϊζου
1913 Γεώργιος Τήλλυρος
1914 Ιωάννης Γεωργίου
1915 Ιωάννης Τυρίμος
1915 Στυλιανός Χ΄΄ Λούκας
1917 Σοφοκλής Γ. Λοϊζίδης
1917 Ιωάννης Λοϊζου
1919 Μιχαήλ Λοϊζου
1920 Ιωάννης Χαραλάμπους
1921 Ιωάννης Χ. Λοϊζίδης
1936 Λοϊζος Ιωάννου
1941 Φίλιππος Ιωάννου
1951 Κωστής Ι. Λ. Χ’’ Γρηγόρη
Χριστόδουλος Ηρακλέους
1964 Όμηρος Σ. Κωνσταντινίδης

Σημειώνουμε πως κάποιοι από τους παραπάνω, ενώ άσκησαν το επάγγελμα για αρκετά χρόνια στη συνέχεια το εγκατέλειψαν γιατί δεν υπήρχε ικανοποιητική δουλειά. Λόγοι: Πολλά και φτηνά εργοστασιακά παπούτσια, περιορισμός επιδιορθώσεων, μείωση των κατοίκων κ.ά.
Κάποιοι κάτοικοι, ενώ άρχισαν να μαθαίνουν τη τέχνη του υποδηματοποιού, την εγκατέλειψαν πριν την ασκήσουν, όπως οι:
- Ανδρέας Ι. Καλογήρου, και ο
- Σωκράτης Κ. Ιωαννίδης.

Γράφει, μεταξύ άλλων, ο αρχαιολόγος Γιάννης Βιολάρης «…Τα κουδούνια ήταν γνωστά ως «μαραθεύτικα» διότι τα μυστικά της τέχνης γνώριζαν φαίνεται μόνον οι Μαραθεύτες, τουλάχιστον κατά τα νεότερα χρόνια. Γνωρίζουμε ότι κατά τη δεκαετία του 1920, το μυστικό το γνώριζαν μόνο δυο ηλικιωμένοι κουδουνάρηδες από το Μουτουλλά, οπότε κατάφερε να τους το κλέψει ένας τεχνίτης που εργαζόταν στη Λευκωσία. Το μυστικό έγκειται στη χρήση ειδικού χώματος κατά την κατασκευή των κουδουνιών, το οποίο προερχόταν από συγκεκριμένη περιοχή της επαρχίας Πάφου.
Οι δυο κουδουνάρηδες που αναφέρει ο συγγραφέας του δημοσιεύματος είναι τα αδέλφια Προκόπης και Χριστόδουλος Χ΄΄ Ιωάννου. Στο Μητρώο του δημοτικού σχολείου του χωριού 1898 αναφέρονται ως κωμοδρόμοι. Τα παιδιά τους στο σχολείο, τότε, ήταν ο Σωκράτης Προκοπίου και ο Σωκράτης Χριστοδούλου αντίστοιχα. Στο μαθητολόγιο του 1902 αναφέρονται και οι δυο ως κωδωνοποιοί.
Ο Προκόπης γεννήθηκε το 1857 και πέθανε το 1942 σε ηλικία 85 χρονών. Ο Χριστόδουλος γεννήθηκε το 1859 και πέθανε το 1944 σε ηλικία 85 χρονών. Ως επάγγελμα στο «Βιβλίο Θανάτων» του χωριού αναφέρεται και για τους δύο κουδουνάρης.
Ο αδελφός τους Κωνσταντής δήλωσε ως επίθετό του το Κουδουνάρης που συνεχίζει μέχρι σήμερα.
Το μυστικό για το χώμα μάς το αποκάλυψε ο Ιωάννης Επαμεινώνδας ο οποίος φαίνεται το γνώριζε. Μας είπε ότι οι κουδουνάρηδες του χωριού έφερναν το ειδικό χώμα από το χωριό Κιδάσι της επαρχίας Πάφου.
Μερικά πράγματα για την κατασκευή των κουδουνιών μας ανέφερε ο εγγονός του Προκόπη, Ανδρέας Φιλιππίδης (γεννήθηκε το 1914 και πέθανε το 2009) ο οποίος σε πολύ νεαρή ηλικία ασχολήθηκε για (πολύ) λίγο με το επάγγελμα αυτό.
Μας είπε ότι από άποψη υλικού κατασκεύαζαν κουδούνια με μπρούντζο και με λαμαρίνα. Από άποψη μεγέθους κατασκεύαζαν κουδούνια από πολύ μικρά μέχρι μεγάλες κουδούνες που έβγαζαν ήχο πολύ δυνατό και ακουγόταν από πολύ μακρινή απόσταση.
Με το βράσιμο και το κτύπημα στο αμόνι δινόταν στο κουδούνι το σχήμα του.

ΕΚΤΡΟΦΗ ΜΕΤΑΞΟΣΚΩΛΗΚΑ – ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΞΟΣΠΟΡΟΥ
ΕΞΑΓΩΓΗ ΜΕΤΑΞΙΟΥ – ΚΑΔΡΑ ΜΕ ΚΟΥΚΟΥΛΙΑ

Ο μεταξοσκώληκας εισήχθη στην Κύπρο από μοναχούς γύρω στον 6ο μ.Χ. αιώνα. Αρκετοί ξένοι επισκέπτες της Κύπρου αναφέρονται στην παραγωγή μεταξιού στο νησί. Προξενική έκθεση του 1863 αναφέρει, μεταξύ άλλων «…The best silk is produced in the district of Baffo... and at Marathasa... The cocoons of Marathasa are remarkable for their beauty and the brilliancy of their colour...»
Για το Μουτουλλά έχουμε γραπτές πληροφορίες ότι αριθμός κατοίκων ασχολείτο με την εκτροφή μεταξοσκώληκα, καθώς και με την παραγωγή μεταξόσπορου από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Σε Γεωργική έκθεση του 1907 ο σηροτρόφος Μιλτιάδης Χαραλαμπίδης από το Μουτουλλά πήρε τρίτο βραβείο στην κατηγορία «Μέταξα».
Στο Μητρώο του σχολείου αναφέρονται οι ακόλουθοι ως σηροτρόφοι και σποροποιοί: Κωνσταντίνος Ι. Παπακωνσταντή, Μιχαήλ Λοϊζίδης (Λοή, Καραμιχάλης), Μιλτιάδης Χαραλαμπίδης (Χηρατής), Χαράλαμπος Γρηγορίου (Λεπτός), Σωκράτης Ι. Μιχαηλίδης, Κωστής Ι. Μιχαηλίδης, Μιλτιάδης Κωνσταντίνου.
Σε άλλες πηγές αναφέρονται επίσης τα αδέλφια Ιωάννης, Κωστής και Σωκράτης Καραμιχάλη, Κυριάκος Λεπτός, Χαράλαμπος Ευδοκίμου, Χαράλ. Ι. Κουντουριώτης.
Το 1928 οι μεταξοπαραγωγοί της Κύπρου συνήλθαν στον Καλοπαναγιώτη και ίδρυσαν «Παγκύπρια Συνεργατική Εταιρεία Μεταξοπαραγωγών» για να επιλύουν με αποτελεσματικό τρόπο τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν.
Το ίδιο έκαναν και οι παραγωγοί μεταξόσπορων.
Τα περισσότερα μέλη στα Διοικητικά Συμβούλια των παραπάνω εταιρειών ήταν από το Μουτουλλά.
Εκτός από τους επαγγελματίες μεταξοπαραγωγούς που αναφέραμε προηγουμένως και αρκετές άλλες οικογένειες του Μουτουλλά εξέτρεφαν μικρότερες ποσότητες μεταξοσκώληκα για να συμπληρώσουν το οικογενειακό εισόδημα ή για να βγάλουν μετάξι με το οποίο ύφαιναν μεταξωτό ύφασμα για να ράψουν μ΄ αυτό φορέματα, πουκάμισα κ.ά.
Το μεγάλωμα μεταξοσκώληκα απαιτούσε αρκετές γνώσεις, γι΄ αυτό και στα Παρθεναγωγεία οι δασκάλες δίδασκαν θεωρητικά και πρακτικά ειδικό μάθημα για την εκτροφή μεταξοσκώληκα. Δίνονταν μάλιστα και ειδικά χρηματικά βραβεία στις δασκάλες που διακρίνονταν.

Εξαγωγή μεταξιού:

Κάθε καλοκαίρι κατασκήνωνε κάτω από τον μεγάλο δρυ της «Αθέρας του Κονόμου» ο μεταξάς, όπου έστηνε το συνεργείο του για την εξαγωγή μεταξιού από τα κουκούλια.

Tα σύνεργα του μεταξά ήταν:

Μια μεγάλη λεκάνη, το δουλάππιν (ξύλινη κυλινδρική κατασκευή που περιστρεφόταν με το χέρι από ένα μοχλό), 3 – 4 μασούρια τοποθετημένα πιο ψηλά από τη λεκάνη σε ένα ξύλο και ο «καλόηρος» (ένα μακρόστενο ξύλο στερεωμένο με τέτοιο τρόπο, ώστε με το γύρισμα του δουλαππιού να κάνει παλμικές κινήσεις οριζόντια, μπρος – πίσω).

Η διαδικασία εξαγωγής:

Ο μεταξάς τοποθετούσε τη λεκάνη γεμάτη νερό στη φωτιά. Όταν το νερό ζεσταινόταν καλά έριχνε κουκούλια μέσα. Με το βράσιμο μαλάκωναν οι ίνες (κλωστές) των κουκουλιών τις οποίες με ένα μικρό ξύλο που κρατούσε στο χέρι έβρισκε ο μεταξάς. Έσμιγε τις ίνες τόσων κουκουλιών όσο ήταν το πάχος της κλωστής που ήθελε να κατασκευάσει.
Στη συνέχεια περνούσε την κλωστή από ένα μασούρι και κατόπιν την κλωστή από μια υποδοχή στον «καλόηρο». Τέλος η κλωστή στερεωνόταν στο δουλάππιν το οποίο περιέστρεφε ο βοηθός του μεταξά και έτσι η κλωστή άρχιζε να τυλίγεται στο δουλάππιν.
Ο μεταξάς έβαζε και άλλα κουκούλια στο νερό και από ομάδες κουκουλιών σχημάτιζε και άλλη κλωστή που την περνούσε από άλλο «μασούρι» και από άλλη υποδοχή στον «καλόηρο». Ο μεταξάς προσπαθούσε να παίρνει ίνες από το ίδιο αριθμό κουκουλιών, ώστε η κλωστή να έχει το ίδιο, περίπου, πάχος.
Όταν τέλειωνε η εργασία, ο μεταξάς αφαιρούσε το μετάξι από το δουλάππιν και το τύλιγε σε θηλιές.

Κάδρα με κουκούλια

Στο Μουτουλλά, όπως και σε άλλα μέρη της Κύπρου, οι γυναίκες έκοβαν με το ψαλίδι κουκούλια (συνήθως τρυπημένα) και κατασκεύαζαν με αυτά ωραία κάδρα που παρίσταναν λουλούδια, ζώα, γεωμετρικά σχήματα και άλλες παραστάσεις. Τις διάφορες παραστάσεις τις έφτιαχναν ράβοντας ή κολλώντας τα κομμένα κουκούλια σε άσπρο (κάποτε κεντημένο) ή βελούδινο ύφασμα. Υπήρχαν φορές που ανάμεσα στα σχέδια τοποθετούσαν φωτογραφίες του αντρογύνου ή άλλων αγαπητών προσώπων.
Στο τέλος η όλη κατασκευή καδρωνόταν και κρεμόταν στον τοίχο.

ΒΑΦΕΥΣ (Πογιατζής για βράκες, μαβί-πογιατζής)

Η πρώτη φορά που συναντούμε σε γραπτή πηγή το επάγγελμα του βαφέα στο Μουτουλλά είναι στο κατάστιχο XLIX (11864) της Αρχιεπισκοπής.

Αναφέρεται το όνομα: Χαραλαμπή πογιατζί Φανερωμένη.
Επίσης αναφέρονται δύο αδέλφια με το επάγγελμά τους:
Γρηγόριος Θεοδοσίου, ετών 21, μαβί πογιακής, εις Σκάλαν
Γιάννης Θεοδοσίου, ετών 19, μαβί πογιακής, εις Λεμεσόν

Η γειτονιά των πογιατζήδων

Για το βάψιμο της βράκας χρειαζόταν πολύ νερό. Γι΄ αυτό και όλα τα εργαστήρια βαφής (χανούτια) ήταν συγκεντρωμένα κοντά στον ποταμό, στο σημείο της Κρύας Βρύσης.
Σε απόσταση λίγων μέτρων από την Κρύα Βρύση ήταν το χανούτι του Ιωάννη Μ. Κάσινου, στη συνέχεια ήταν ο Χριστόδουλος Επαμεινώνδας μόνος, και αργότερα με τους γιους του Ιωάννη και Νεοκλή. Λίγο πιο πέρα, απέναντι από μια μικρή δεξαμενή ήταν ο Δημοσθένης Φιλίππου, ο οποίος ήταν ο μόνος που κράτησε το επάγγελμα μέχρι τα τελευταία του. Κοντά στον Δημοσθένη ήταν και ο αδελφός του Σωκράτης.
Ακριβώς δίπλα από το εργαστήρι του Δημοσθένη ήταν το χανούτι του Τζυρκαλλή (Κυριάκου) Σοφόκλη. Πογιατζήδες ήταν και τα αδέλφια του Τζυρκαλλή, στον Καλοπαναγιώτη. Το επάγγελμα του πογιατζή ακολούθησαν και οι δυο γιοι του Τζυρκαλλή, Χριστόδουλος και ιδίως ο Σοφοκλής.
Μετά το εργαστήρι του Τζυρκαλλή ήταν το εργαστήρι των αδερφών Κωνσταντίνου και Ιωάννη Μ. Βοσκού.
Στην ίδια περιοχή πιθανόν να υπήρχαν και άλλα χανούτια, για τα οποία δεν έχουμε πληροφόρηση.
Το σκηνικό στη γειτονιά των πογατζήδων ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικό:
Έξω, αλλά και μέσα σε κάθε εργαστήριο έβλεπες αρκετά μικρά στενόμακρα πιθάρια μέσα στο οποία έβαζαν τις βράκες για βάψιμο.
- Έξω από κάθε εργαστήριο υπήρχαν μεγάλες πέτρες, κάποτε και ξερά κλαδιά πάνω στα οποία άπλωναν τις βράκες για να στεγνώσουν.
- Στους τοίχους, έξω από τα χανούτια, υπήρχαν μπηγμένα παλούκια από τα οποία κρέμαζαν τις βράκες και τις έστυβαν.
- Το χώμα κάτω, αρκετές φορές βρεγμένο και βαμμένο μεταξύ μπλε και μαύρου χρώματος
- Η ατμόσφαιρα μύριζε λουλάκι και ροδόφυλλα
- Κυρίαρχη μορφή σε κάθε χανούτι ο πογατζής, φορώντας τη βράκα του και με ανασκουμπωμένα τα μανίκια να βάζει και να βγάζει βράκες στα στενόμακρα πιθάρια, να τις ξεπλένει, να τις στύβει, να τις απλώνει να στεγνώσουν, και όταν τέλειωνε το βάψιμο να βάζει το φυτίλι (βρακοζώνι) και να τις διπλώνει με επιμέλεια.

Ο τρόπος βαψίματος της βράκας

Οι πογιατζήδες ακολουθούσαν σχολαστικά κάποια στάδια κατά τη διαδικασία βαψίματος της βράκας ώστε να επιτύχουν το καλύτερο αποτέλεσμα, σύμφωνα και με τις απαιτήσεις του πελάτη.

Υλικά:
Λουλάκι
Ασβέστης
Σόδα (η το φυτό τζένερη)
Ροδόφυλλα (φλούδες ροδιών)
Φύλλα ρουδιού (σουμακίου)
Καλαγκάθι (θειικός σίδηρος)
Νισιαστό (ρυζόκολλα)
Φυτίλι (για βρακοζώνι)
Ασφαλώς χρειαζόταν και μπόλικο νερό.

Απαραίτητα στο εργαστήριο έπρεπε να υπάρχουν:
- Εστία (νηστιά) για άναμμα φωτιάς και βράσιμο νερού (η μίγματος από υλικά)
- Τουλάχιστον 3 στενόμακρα πιθάρια για τη βαφή (συνήθως το κάτω μέρος τους ήταν θαμμένο στο χώμα, ή κτισμένο σε δόμη για να μην κινείται
- Χάλκινα ή τσίγκινα δοχεία για βράσιμο νερού (μίγματος)
- Μια καλή φαούτα με την οποία κτυπούνταν οι βράκες για να καθαρίσουν.

Πορεία για το βάψιμο:
• 1. Παραλαβή της βράκας: Ο πογιατζής πριν παραλάβει τη βράκα ενημέρωνε τον πελάτη για το κόστος, ανάλογα με το κατά πόσο ο πελάτης ήθελε κατάμαυρη ή γκριζομπλέ βράκα, αν την ήθελε κολλαρισμένη και μπροσιασμένη. Η τιμή ήταν ανάλογη με το βάρος. Όταν γινόταν πλήρης εξήγηση για τις απαιτήσεις του πελάτη, ο πογιατζής ζύγιζε τη βράκα και έκοβε την τιμή. Ασφαλώς η κατάμαυρη βράκα ήταν ακριβότερη γιατί απαιτούσε περισσότερα βουτήματα σε βαφή. Η κολλαρισμένη στοίχιζε περισσότερο και ακόμη περισσότερο η μπροσιασμένη.

Σημειώνουμε εδώ ότι το ράψιμο της βράκας γινόταν από τη σύζυγο του βρακά και όταν εκείνη δεν ήξερε από κάποια άλλη γυναίκα, συνήθως συγγένισσα.

Για σκοπούς αντιστοίχισης βράκας – πελάτη ο πογιατζής έραβε τόσους κόμπους στη βράκα και σημείωνε στο δεφτέρι το όνομα του πελάτη, που αντιστοιχούσε στον τάδε αριθμό κόμπων ή έδενε στη βράκα μικρό ξύλο με τόσες εγκοπές και ανάλογο ξύλο έδινε και στον πελάτη ή κρατούσε σημείωση.

• 2. Πλύσιμο: Πρίν αρχίσει η διαδικασία βαψίματος η βράκα πλενόταν καλά και ύστερα τοποθετούνταν πάνω σε μεγάλη πέτρα όπου κτυπιούνταν καλά με ξύλινη φαούτα για να καθαρίσουν καλά οι ίνες από την κόλλα που έβαζαν στο κάποτ (το ειδικό πανί με το οποίο έραβαν τις βράκες), έτσι ώστε να πιάσει καλά η μπογιά.

• 3. Διαδικασία βαψίματος:
α) Βούτηγμα της βράκας 4-5 φορές σε χλιαρή διάλυση νερού, ασβέστη, σόδας και λουλακιού (σε παλαιότερα χρόνια που δεν υπήρχε εισαγόμενη σόδα, χρησιμοποιούσαν το φυτό τζένερη).
β) Βούτηγμα της βράκας για 2 ώρες σε καζάνι (χαρτζί χάλκινο ή τσίγκινο) με ζεστό μίγμα το οποίο ετοιμάστηκε από πριν με νερό, ροδόφυλλα (φλούδες από ρόδια κομμένες με μαχαίρι σε μικρά κομμάτια και φύλλα ρουδιού (σημακίου. Ρούδι υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες στο χωριό). Ύστερα από το βράσιμο για δυο ώρες στο ζουμί αυτό, αυτό χυνόταν σε άλλο δοχείο μεταλλικό ή πήλινο) και φούσκωνε σ΄ αυτό η βράκα για 10-12 ώρες.
γ) Όταν περνούσαν οι 10 -12 ώρες ο πογιατζής έβγαζε τη βράκα από το ζουμί αυτό, την ξέπλενε καλά και την άπλωνε να στεγνώσει. Μετά το στέγνωμα ο πογιατζής τοποθετούσε τη βράκα σε μικρό πιθάρι στο οποίο είχε διαλύσει προηγουμένως καλαγκάθι (θειικό σίδηρο). Σ΄ αυτό το δοχείο η βράκα έμενε για άλλες 10 – 12 ώρες.
δ) Ύστερα από τις 10 – 12 ώρες ο πογιατζής έβγαζε το βράκα από το διάλυμα αυτό, την ξέπλενε, τη στέγνωνε και την έβαζε σε ζουμί ρουδιού και ροδοφύλλων.
ε) Αφού περνούσαν οι 10 – 12 ώρες η βράκα ξεπλενόταν καλά ξανά και αφού στέγνωνε έμπαινε ξανά σε διάλυμα νερού με καλαγκάθι.

Για να αποκτήσει η βράκα πλήρες μαύρο χρώμα η παραπάνω διαδικασία (δ, ε,) επαναλαμβανόταν 2 και περισσότερες φορές.
Αν ο πελάτης ήθελε τη βράκα για καθημερινή χρήση, τότε ζητούσε λιγότερα βουτήματα, οπότε και το κόστος βαφής ήταν μικρότερο.

στ) Όταν τελείωνε το βάψιμο γινόταν ένα πολύ καλό, τελικό ξέπλυμα και στέγνωμα της βράκας. Για να καθαρίσει εντελώς η βράκα από υπολείμματα μπογιάς κατά το ξέπλυμα, ο πογιατζής ποδοπατούσε καλά τη βράκα στο νερό πριν την απλώσει για στέγνωμα στις πέτρες ή στο φράκτη.

• 4. Κολλάρισμα: Αν ο πελάτης ήθελε κολλάρισμα, με αυξημένη χρέωση ασφαλώς, τότε ο πογιατζής, πριν το τελικό ξέπλυμα, προχωρούσε σ΄ αυτή τη διαδικασία. Διέλυε σε βραστό νερό νισιαστό ή ρυζόκολλα, το μετάγγιζε σε πιθάρι και έκανε μέσα το τελευταίο βούτηγμα της βράκας. Στη συνέχεια γινόταν το τελικό ξέπλυμα και στέγνωμα. Με το κολλάρισμα γινόταν σταθεροποίηση της μπογιάς στο ύφασμα.

• 5. Μπρόσιασμα: Οι πλούσιοι πελάτες ή και συνηθισμένοι πελάτες για τις επίσημες βράκες τους ζητούσαν να γίνει σ΄ αυτές και μπρόσιασμα. Το μπρόσιασμα ήταν η δημιουργία πιέττων (δίπλων) στη βράκα, κάτι που απαιτούσε αρκετό χρόνο από μέρους του πογιατζή. Στη περίπτωση του μπροσιάσματος, ο πογιατζής, ύστερα από το τελευταίο καλό ξέπλυμα, περνούσε στη βράκα φυτίλι, βρακοζώνι, και την κρέμαζε σε ένα παλούκι του τοίχου. Τότε ο πογιατζής έπαιρνε με πολλή υπομονή κομμάτι κομμάτι τη βράκα και έκανε δίπλες από πάνω ως κάτω τις οποίες συγκρατούσε με μικρά, σχισμένα κομμάτια καλαμιού (καννιού). Ο σκοπός που τοποθετούσε τα καλάμια στις δίπλες ήταν για να μη χαλάσουν κατά το στέγνωμα. Μετά το στέγνωμα, ο πογιατζής αφαιρούσε προσεκτικά τα καλάμια, δίπλωνε με ιδιαίτερη φροντίδα τη βράκα και την τύλιγε με το περίσσευμα του φυτιλιού.

Η βράκα ήταν έτοιμη να παραδοθεί στον πελάτη. Οι πογιατζήδες ήξεραν τις απαιτήσεις των τακτικών πελατών τους και προσπαθούσαν να τις ικανοποιήσουν.
Όταν είχαν ικανοποιητικό αριθμό έτοιμων βρακών από ένα χωριό, ή ομάδα γειτονικών χωριών, τότε έπαιρναν το γαϊδούρι και καβάλλα σ΄ αυτό πήγαιναν για την παράδοση και, ασφαλώς, την πληρωμή τους.
Δεν ήταν λίγες οι φορές που τους άφηναν βερεσέ ή πληρώνονταν μέρος της δουλειάς. Συνήθως οι πογιατζήδες πήγαιναν στα τούρκικα χωριά Παρασκευή, που ήταν αργία και στα ελληνικά Κυριακή.
Τις πιο πολλές φορές η έξοδος για παραλαβή – παράδοση βρακών συνεπαγόταν και διανυκτέρευση σε άλλα χωριά για 1 – 2 νύχτες.

«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ» ΒΑΦΕΩΝ ΤΟΥ ΜΟΥΤΟΥΛΛΑ ΣΕ ΑΛΛΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Οι άντρες του Μουτουλλά, νέοι και γέροι, σχεδόν όλοι τους βρακάδες τότε, δεν ήταν αρκετοί ως πελάτες για να συντηρήσουν τους πολλούς πογιατζήδες με τις οικογένειές τους.
Κάποιους πελάτες είχαν από τα γειτονικά χωριά, αλλά και εκεί υπήρχαν κάποιοι πογιατζήδες.
Τη λύση έδωσε η αναζήτηση πελατών σε πιο απομακρυσμένα χωριά, της Σολιάς και κυρίως της Πάφου. Σε πολλά χωριά της επαρχίας της Πάφου, ελληνικά και τούρκικα, οι Μουτουλιώτες πογιατζήδες έκαναν τακτικούς πελάτες αλλά και φιλίες.
Οι πογιατζήδες του Μουτουλλά έβλεπαν ότι η τακτική μετάβαση σε άλλα χωριά για αναζήτηση πελατών δεν είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα, γι΄ αυτό αποφάσισαν να ανοίξουν βαφεία σε άλλα μέρη για αύξηση της πελατείας τους.

Ο Κώστας Μ. Βοσκού (Φελλάς) άνοιξε βαφείο στους Τορνάρηδες (Κάτω Πλάτρες).
Ο Χαράλαμπος Χ΄΄ Λοής άνοιξε βαφείο στη Βάσα, εργοδοτώντας άλλο πογιατζή να εργάζεται σ΄ αυτό.
Ο Σοφοκλής Κακουλλής (Ηλιάδης) μαζί με τον Ιωάννη Επαμεινώνδα, ενοικίασαν ένα χώρο στο Καραβοστάσι και άνοιξαν εκεί βαφείο. Η σκέψη τους ήταν να πάρουν ως πελάτες άντρες από την Τηλλυρία που τότε μετέβαιναν για βάψιμο των βρακών τους στη Μόρφου.

Δυστυχώς καμιά από τις παραπάνω απόπειρες επέκτασης των «επιχειρήσεων» δεν είχε ικανοποιητικά αποτελέσματα, γι΄ αυτό και εγκαταλείφθηκαν.

Ο μόνος πογιατζής που έφυγε από το χωριό σε παλαιότερα χρόνια και έκανε μεγάλη περιουσία ήταν ο Χ’’ Γρηγόριος Χ΄΄ Θεοδοσίου που πήγε στο Λεονάρισσο και παντρεύτηκε εκεί. Ο ίδιος ήταν και ένας απο τους δύο μεγάλους δωρητές για το κτίσιμο της νέας εκκλησίας του Μουτουλλά.